- ἐπιληπτικοί
- ἐπιληπτικόςsubject to epilepsymasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια … Dictionary of Greek
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
πτωματίζω — ΜΑ [πτῶμα, ατος] 1. καταβάλλω, ρίχνω κάτω κάποιον 2. πέφτω ή είμαι έτοιμος να πέσω 3. (η μτχ. παθ. ενεστ.) «οἱ πτωματιζόμενοι» οι επιληπτικοί … Dictionary of Greek
ριγόλυτον — τὸ, Α θερμό λουτρό στο οποίο υποβάλλονταν οι επιληπτικοί για την καταστολή τής επιληπτικής κρίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + λυτός (< λύω)] … Dictionary of Greek
τοξοπλάσμωση — Συγγενής ή επίκτητη λοίμωξη που προκαλείται από ένα πρωτόζωο, ενδοκυτταρικό παράσιτο (Toxoplasma Gondii), που προσβάλλει τα σπλάγχνα, τα μάτια και το νευρικό σύστημα. Στην επίκτητη τ., οξείας γενικά διαδρομής, παρατηρούνται διάφορες μορφές:… … Dictionary of Greek